χάρακτρο

χάρακτρο
το
όργανο με το οποίο χαράζουμε κάτι: Θέλει ειδικό χάρακτρο η χάραξη αυτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χάρακτρο — το / χάρακτρον, ΝΑ εργαλείο χάραξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρακ τού χαράσσω* + επίθημα τρο(ν), πρβλ. πλήκ τρο(ν)] …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”